↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ορειχάλκινος η ορειχάλκινη το ορειχάλκινο
      γενική του ορειχάλκινου της ορειχάλκινης του ορειχάλκινου
    αιτιατική τον ορειχάλκινο την ορειχάλκινη το ορειχάλκινο
     κλητική ορειχάλκινε ορειχάλκινη ορειχάλκινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορειχάλκινοι οι ορειχάλκινες τα ορειχάλκινα
      γενική των ορειχάλκινων των ορειχάλκινων των ορειχάλκινων
    αιτιατική τους ορειχάλκινους τις ορειχάλκινες τα ορειχάλκινα
     κλητική ορειχάλκινοι ορειχάλκινες ορειχάλκινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορειχάλκινος < ορείχαλκος

  Επίθετο

επεξεργασία

ορειχάλκινος, -η, -ο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία