μπρούντζινος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπρούντζινος < μπρούντ(ος) + -ινος
Επίθετο επεξεργασία
μπρούντζινος, -η, -ο
- που αποτελείται από μπρούντζο
- (μεταφορικά) ο ηλιοκαμένος, που το δέρμα του έχει το χρώμα του μπρούντζου
μπρούντζινος, -η, -ο