bronze
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbronze (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbronze (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bronze | bronzes |
bronze (fr) αρσενικό
- ο μπρούντζος
- (αθλητισμός) το χάλκινο μετάλλιο