ορειχαλκόχρους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ορειχαλκόχρους | το | ορειχαλκόχρουν | ||
γενική | του/της | ορειχαλκόχρου | του | ορειχαλκόχρου | ||
αιτιατική | τον/την | ορειχαλκόχρου | το | ορειχαλκόχρουν | ||
κλητική | ορειχαλκόχρους* | ορειχαλκόχρουν* | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ορειχαλκόχροες | τα | ορειχαλκόχροα | ||
γενική | των | ορειχαλκοχρόων | των | ορειχαλκοχρόων | ||
αιτιατική | τους/τις | ορειχαλκόχροες | τα | ορειχαλκόχροα | ||
κλητική | ορειχαλκόχροες | ορειχαλκόχροα | ||||
* Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. | ||||||
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ορειχαλκόχρους < ορείχαλκ(ος) + -ό- + -χρους
Επίθετο
επεξεργασίαορειχαλκόχρους, -ους, -ουν
- που έχει το χρώμα του ορείχαλκου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ορειχαλκόχρους
|