↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ορειχαλκόχρους το ορειχαλκόχρουν
      γενική του/της ορειχαλκόχρου του ορειχαλκόχρου
    αιτιατική τον/την ορειχαλκόχρου το ορειχαλκόχρουν
     κλητική ορειχαλκόχρους* ορειχαλκόχρουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ορειχαλκόχροες τα ορειχαλκόχροα
      γενική των ορειχαλκοχρόων των ορειχαλκοχρόων
    αιτιατική τους/τις ορειχαλκόχροες τα ορειχαλκόχροα
     κλητική ορειχαλκόχροες ορειχαλκόχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ορειχαλκόχρους < ορείχαλκ(ος) + -ό- + -χρους

  Επίθετο

επεξεργασία

ορειχαλκόχρους, -ους, -ουν

  Μεταφράσεις

επεξεργασία