κασσίτερος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κασσίτερος < αρχαία ελληνική κασσίτερος (άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν δάνειο από τα σανσκριτικά)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ˈsi.tɛ.ɾɔs/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κασσίτερος αρσενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα με ατομικό αριθμό 50 και χημικό σύμβολο το Sn, το γνωστό καλάι
ομόρριζαΕπεξεργασία
αυτό που γιαλίζει και λάμπει σαν κασσίτερος και χρησιμοπιείται για κασσιτέρωση, γάνωμα:
- Κάσσανδρος, ρίζα κασ-, ο ανήρ που αποστράπτει σαν τον κασσίτερο
- κασσία ή κάσσια γένος φυτών των ελλεβόκαρπων και των σιμαρυβοειδών, άλλως φυτό χασίσι που λαμποκοπά η κορυφή του στις ακτίνες του ήλιου.
- κασσιέπεια
- κασσίς, χάλκινο στιλπό κράνος στους βυζαντινούς
- Κασσιόπη, κάσ- + όψομαι του ὁράω-ῶ.
- Κασσωποί, οι κάτοικοι της Κασσιόπης
- Κάστωρ, ο castor fiber που είναι αργυρόχρωμος, όπως της Καστοριάς.
- Κασταλία, το υδροχαρές φυτό νυμφαία
- Κάστελος
Επεξεργασία
- κασσιτερώ
- κασσίδα, χάλκινο στιλπνό κράνος στο Βυζάντιο
- κασσιτεράνιο
- κασσιτέρινος
- κασσιτερίτης
- κασσιτερωτής
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κασσίτερος
|