Κάστωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κάστωρ < από το ομόρριζο κασ- (βλέπε κασσίτερος) + -ωρ (ωραίος)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάστωρ αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Κάστορας, υδρόβιο ζώο
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κάστωρ
|
Κάστωρ αρσενικό
|