Ετυμολογία

επεξεργασία
Κάστωρ < από το ομόρριζο κασ- (βλέπε κασσίτερος) + -ωρ (ωραίος)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κάστωρ αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία