επικασσιτέρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικασσιτέρωση | οι | επικασσιτερώσεις |
γενική | της | επικασσιτέρωσης* | των | επικασσιτερώσεων |
αιτιατική | την | επικασσιτέρωση | τις | επικασσιτερώσεις |
κλητική | επικασσιτέρωση | επικασσιτερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικασσιτερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επικασσιτέρωση < επικασσιτερώνω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπικασσιτέρωση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του επικασσιτερώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επικασσιτέρωση
|