Ετυμολογία

επεξεργασία
επικασσιτερώνω < επι- + κασσιτερώνω < (ελληνιστική κοινήκασσιτερόω / κασσιτερῶ

επικασσιτερώνω (παθητική φωνή: επικασσιτερώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία