επικασσιτερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επικασσιτερώνω < επι- + κασσιτερώνω < (ελληνιστική κοινή) κασσιτερόω / κασσιτερῶ
Ρήμα
επεξεργασίαεπικασσιτερώνω (παθητική φωνή: επικασσιτερώνομαι)
- άλλη μορφή του κασσιτερώνω, επιμεταλλώνω με κασσίτερο προκειμένου π.χ. να προστατεύεται μία μεταλλική επιφάνεια από οξείδωση ή να προετοιμαστεί για συγκόλληση με μία άλλη
Συγγενικά
επεξεργασία- επικασσιτέρωση
- επικασσιτερωμένος
- → δείτε τη λέξη κασσίτερος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικασσιτερώνω | επικασσιτέρωνα | θα επικασσιτερώνω | να επικασσιτερώνω | επικασσιτερώνοντας | |
β' ενικ. | επικασσιτερώνεις | επικασσιτέρωνες | θα επικασσιτερώνεις | να επικασσιτερώνεις | επικασσιτέρωνε | |
γ' ενικ. | επικασσιτερώνει | επικασσιτέρωνε | θα επικασσιτερώνει | να επικασσιτερώνει | ||
α' πληθ. | επικασσιτερώνουμε | επικασσιτερώναμε | θα επικασσιτερώνουμε | να επικασσιτερώνουμε | ||
β' πληθ. | επικασσιτερώνετε | επικασσιτερώνατε | θα επικασσιτερώνετε | να επικασσιτερώνετε | επικασσιτερώνετε | |
γ' πληθ. | επικασσιτερώνουν(ε) | επικασσιτέρωναν επικασσιτερώναν(ε) |
θα επικασσιτερώνουν(ε) | να επικασσιτερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικασσιτέρωσα | θα επικασσιτερώσω | να επικασσιτερώσω | επικασσιτερώσει | ||
β' ενικ. | επικασσιτέρωσες | θα επικασσιτερώσεις | να επικασσιτερώσεις | επικασσιτέρωσε | ||
γ' ενικ. | επικασσιτέρωσε | θα επικασσιτερώσει | να επικασσιτερώσει | |||
α' πληθ. | επικασσιτερώσαμε | θα επικασσιτερώσουμε | να επικασσιτερώσουμε | |||
β' πληθ. | επικασσιτερώσατε | θα επικασσιτερώσετε | να επικασσιτερώσετε | επικασσιτερώστε | ||
γ' πληθ. | επικασσιτέρωσαν επικασσιτερώσαν(ε) |
θα επικασσιτερώσουν(ε) | να επικασσιτερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επικασσιτερώσει | είχα επικασσιτερώσει | θα έχω επικασσιτερώσει | να έχω επικασσιτερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις επικασσιτερώσει | είχες επικασσιτερώσει | θα έχεις επικασσιτερώσει | να έχεις επικασσιτερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει επικασσιτερώσει | είχε επικασσιτερώσει | θα έχει επικασσιτερώσει | να έχει επικασσιτερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επικασσιτερώσει | είχαμε επικασσιτερώσει | θα έχουμε επικασσιτερώσει | να έχουμε επικασσιτερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε επικασσιτερώσει | είχατε επικασσιτερώσει | θα έχετε επικασσιτερώσει | να έχετε επικασσιτερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επικασσιτερώσει | είχαν επικασσιτερώσει | θα έχουν επικασσιτερώσει | να έχουν επικασσιτερώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικασσιτερώνω
|