Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιμεταλλώνω < επι- + μέταλλο + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

επιμεταλλώνω (παθητική φωνή: επιμεταλλώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία