επιμεταλλωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιμεταλλωτήριο (νεολογισμός) < επιμεταλλώνω + -τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπιμεταλλωτήριο ουδέτερο
- (νεολογισμός) εργοστάσιο όπου γίνεται επιμετάλλωση αντικειμένων
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιμεταλλωτήριο
|
Πηγές
επεξεργασία- επιμεταλλωτήριο - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr