Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασσιτερώνω < (ελληνιστική κοινήκασσιτερόω / κασσιτερῶ

  Ρήμα επεξεργασία

κασσιτερώνω (παθητική φωνή: κασσιτερώνομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία