κασσιτερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κασσιτερώνω < (ελληνιστική κοινή) κασσιτερόω / κασσιτερῶ
Ρήμα
επεξεργασίακασσιτερώνω (παθητική φωνή: κασσιτερώνομαι)
- (σπάνιο) καλύπτω την επιφάνεια κάποιου μεταλλικού (π.χ. χάλκινου, ορειχάλκινου, κλπ.) συνήθως αντικειμένου με κασσίτερο (είτε για να προστατεύεται το μέταλλο από την οξείδωση είτε για άλλους λόγους)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ακασσιτέρωτος
- κασσιτερωμένος
- επικασσιτερωμένος
- επικασσιτέρωση
- κασσιτέρωση
- κασσιτερωτής
- → δείτε τη λέξη κασσίτερος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κασσιτερώνω | κασσιτέρωνα | θα κασσιτερώνω | να κασσιτερώνω | κασσιτερώνοντας | |
β' ενικ. | κασσιτερώνεις | κασσιτέρωνες | θα κασσιτερώνεις | να κασσιτερώνεις | κασσιτέρωνε | |
γ' ενικ. | κασσιτερώνει | κασσιτέρωνε | θα κασσιτερώνει | να κασσιτερώνει | ||
α' πληθ. | κασσιτερώνουμε | κασσιτερώναμε | θα κασσιτερώνουμε | να κασσιτερώνουμε | ||
β' πληθ. | κασσιτερώνετε | κασσιτερώνατε | θα κασσιτερώνετε | να κασσιτερώνετε | κασσιτερώνετε | |
γ' πληθ. | κασσιτερώνουν(ε) | κασσιτέρωναν κασσιτερώναν(ε) |
θα κασσιτερώνουν(ε) | να κασσιτερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κασσιτέρωσα | θα κασσιτερώσω | να κασσιτερώσω | κασσιτερώσει | ||
β' ενικ. | κασσιτέρωσες | θα κασσιτερώσεις | να κασσιτερώσεις | κασσιτέρωσε | ||
γ' ενικ. | κασσιτέρωσε | θα κασσιτερώσει | να κασσιτερώσει | |||
α' πληθ. | κασσιτερώσαμε | θα κασσιτερώσουμε | να κασσιτερώσουμε | |||
β' πληθ. | κασσιτερώσατε | θα κασσιτερώσετε | να κασσιτερώσετε | κασσιτερώστε | ||
γ' πληθ. | κασσιτέρωσαν κασσιτερώσαν(ε) |
θα κασσιτερώσουν(ε) | να κασσιτερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κασσιτερώσει | είχα κασσιτερώσει | θα έχω κασσιτερώσει | να έχω κασσιτερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κασσιτερώσει | είχες κασσιτερώσει | θα έχεις κασσιτερώσει | να έχεις κασσιτερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κασσιτερώσει | είχε κασσιτερώσει | θα έχει κασσιτερώσει | να έχει κασσιτερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κασσιτερώσει | είχαμε κασσιτερώσει | θα έχουμε κασσιτερώσει | να έχουμε κασσιτερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κασσιτερώσει | είχατε κασσιτερώσει | θα έχετε κασσιτερώσει | να έχετε κασσιτερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κασσιτερώσει | είχαν κασσιτερώσει | θα έχουν κασσιτερώσει | να έχουν κασσιτερώσει |
|