κασσιτερωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κασσιτερωτής < κασσιτερώνω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασσιτερωτής αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κασσιτερώνει
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κασσιτερωτής
|