γανωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γανωτής | οι | γανωτές |
γενική | του | γανωτή | των | γανωτών |
αιτιατική | τον | γανωτή | τους | γανωτές |
κλητική | γανωτή | γανωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γανωτής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γανωτής[1] < γανόω / γανῶ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣa.noˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐νω‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγανωτής αρσενικό
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γανωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας