Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γανόω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
γανόω
<
γάνος
(λαμπρότητα, ευφροσύνη, χαρά)
Ρήμα
επεξεργασία
γανόω
-
γανῶ
( και
γανάω
, επίσης
γάνυμαι
)
γυαλίζω
κάτι, κάνω κάτι να
λάμπει
χαροποιώ
γάνυμαι
:
χαίρομαι
, γίνομαι λαμπερός εγώ
Συγγενικά
επεξεργασία
γάνωμα
(
στιλπνότητα
,
λαμπρότητα
)
γανωσις
(
στίλβωμα
,
διακόσμηση
,
στολισμός
)