γανάω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γανάω < γάνος (λαμπρότητα)
Ρήμα επεξεργασία
γανάω (συνηρημένο: γανῶ)
- (για μεταλλικά αντικείμενα) λάμπω, γυαλίζω
- (για φυτά) είμαι γεμάτος με φύλλα
- (μεταφορικά) είμαι πολύ χαρούμενος, λάμπω από τη χαρά μου