Ετυμολογία

επεξεργασία
γανάω < γάνος (λαμπρότητα)

γανάω (συνηρημένο: γανῶ)

  1. (για μεταλλικά αντικείμενα) λάμπω, γυαλίζω
  2. (για φυτά) είμαι γεμάτος με φύλλα
  3. (μεταφορικά) είμαι πολύ χαρούμενος, λάμπω από τη χαρά μου

Συγγενικά

επεξεργασία
  • γανόω : στιλβώνω, κάνω κάτι άλλο να λάμψει
  • γάνυμαι (λαμπρύνομαι, στολίζομαι, χαίρομαι)
  • γάνωμα (στιλπνότητα, λαμπρότητα)
  • γάνωσις (στίλβωση, κόσμηση)