γάνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γάνωσῐς | αἱ | γανώσεις | ||||
γενική | τῆς | γανώσεως | τῶν | γανώσεων | ||||
δοτική | τῇ | γανώσει | ταῖς | γανώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | γάνωσῐν | τὰς | γανώσεις | ||||
κλητική ὦ! | γάνωσῐ | γανώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γανώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | γανωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γάνωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γανόω / γανῶ + -σις (-ωσις)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγάνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- η στίλβωση, το να κάνει κάποιος κάτι λαμπερό
- η διακόσμηση
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα γάνωσις: το γάνωμα
Πηγές
επεξεργασία- γάνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.