Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

γανώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γανώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γανώνω
  3. θα γανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γανώνω