γανώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
γανώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος γανώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γανώνω
- θα γανώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γανώνω