Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στίλβωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στίλβωμα
τα
στιλβώμα
τ
α
γενική
του
στιλβώμα
τ
ος
των
στιλβωμά
τ
ων
αιτιατική
το
στίλβωμα
τα
στιλβώμα
τ
α
κλητική
στίλβωμα
στιλβώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στίλβωμα
<
στιλβώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στίλβωμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
στιλβώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
γυάλισμα
λουστράρισμα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
στιλβώνω
και
στίλβη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στίλβωμα
αγγλικά
:
polishing
(en)
,
shine
(en)
γαλλικά
:
astiquage
(fr)
,
lustrage
(fr)