στίλβη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στίλβη | οι | στίλβες |
γενική | της | στίλβης | των | στιλβών |
αιτιατική | τη | στίλβη | τις | στίλβες |
κλητική | στίλβη | στίλβες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- στίλβη < αρχαία ελληνική στίλβη (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική scintillation)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstil.vi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στίλ‐βη
Ουσιαστικό επεξεργασία
στίλβη θηλυκό
- (μετεωρολογία) η μαρμαρυγή, το τρεμοφέγγισμα ενός άστρου