στίλβων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στίλβων | η | στίλβουσα | το | στίλβον |
γενική | του | στίλβοντος | της | στίλβουσας & στιλβούσης* |
του | στίλβοντος |
αιτιατική | τον | στίλβοντα | τη | στίλβουσα | το | στίλβον |
κλητική | στίλβων | στίλβουσα | στίλβον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στίλβοντες | οι | στίλβουσες | τα | στίλβοντα |
γενική | των | στιλβόντων | των | στιλβουσών | των | στιλβόντων |
αιτιατική | τους | στίλβοντες | τις | στίλβουσες | τα | στίλβοντα |
κλητική | στίλβοντες | στίλβουσες | στίλβοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στίλβων < αρχαία ελληνική στίλβων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος στίλβω
Μετοχή
επεξεργασίαστίλβων
Μεταφράσεις
επεξεργασία στίλβων
|