στιλβωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στιλβωτής < ελληνιστική κοινή στιλβωτής[1] < στιλβόω < αρχαία ελληνική στίλβη
Ουσιαστικό επεξεργασία
στιλβωτής αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στιλβωτής
|
- ↑ στιλβωτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.