Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λούστρος οι λούστροι
      γενική του λούστρου των λούστρων
    αιτιατική τον λούστρο τους λούστρους
     κλητική λούστρο
& λούστρε
λούστροι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λούστρος < λούστρο + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈlu.stɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λού‐στρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λούστρος αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που ασκεί ως επάγγελμα το γυάλισμα υποδημάτων
    ο λούστρος έβαφε τα παπούτσια των περαστικών στο δρόμο
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) ο υποδεέστερος, ο ασήμαντος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία