λούστρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈlu.stɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λού‐στρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λούστρος αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που ασκεί ως επάγγελμα το γυάλισμα υποδημάτων
- (μεταφορικά, μειωτικό) ο υποδεέστερος, ο ασήμαντος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λούστρος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ λούστρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας