Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιλβωτήριο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
στιλβωτήρι
ο
τα
στιλβωτήρι
α
γενική
του
στιλβωτηρί
ου
&
στιλβωτήρι
ου
των
στιλβωτηρί
ων
αιτιατική
το
στιλβωτήρι
ο
τα
στιλβωτήρι
α
κλητική
στιλβωτήρι
ο
στιλβωτήρι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
στιλβωτήριο
<
στιλβώνω
+
-τήριο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στιλβωτήριο
ουδέτερο
κατάστημα
όπου γίνεται η
στίλβωση
παπουτσιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιλβωτήριο