sparkle
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sparkle | sparkles |
sparkle (en)
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | sparkle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sparkles |
αόριστος | sparkled |
παθητική μετοχή | sparkled |
ενεργητική μετοχή | sparkling |
sparkle (en)