σπιθίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπιθίζω < *(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπιθίζω < (σπινθήρας) σπινθ- + -ίζω με αφομοίωση [nθ > θθ] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [θθ > θ][1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spiˈθi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐θί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίασπιθίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπιθίζω | σπίθιζα | θα σπιθίζω | να σπιθίζω | σπιθίζοντας | |
β' ενικ. | σπιθίζεις | σπίθιζες | θα σπιθίζεις | να σπιθίζεις | σπίθιζε | |
γ' ενικ. | σπιθίζει | σπίθιζε | θα σπιθίζει | να σπιθίζει | ||
α' πληθ. | σπιθίζουμε | σπιθίζαμε | θα σπιθίζουμε | να σπιθίζουμε | ||
β' πληθ. | σπιθίζετε | σπιθίζατε | θα σπιθίζετε | να σπιθίζετε | σπιθίζετε | |
γ' πληθ. | σπιθίζουν(ε) | σπίθιζαν σπιθίζαν(ε) |
θα σπιθίζουν(ε) | να σπιθίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπίθισα | θα σπιθίσω | να σπιθίσω | σπιθίσει | ||
β' ενικ. | σπίθισες | θα σπιθίσεις | να σπιθίσεις | σπίθισε | ||
γ' ενικ. | σπίθισε | θα σπιθίσει | να σπιθίσει | |||
α' πληθ. | σπιθίσαμε | θα σπιθίσουμε | να σπιθίσουμε | |||
β' πληθ. | σπιθίσατε | θα σπιθίσετε | να σπιθίσετε | σπιθίστε | ||
γ' πληθ. | σπίθισαν σπιθίσαν(ε) |
θα σπιθίσουν(ε) | να σπιθίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπιθίσει | είχα σπιθίσει | θα έχω σπιθίσει | να έχω σπιθίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπιθίσει | είχες σπιθίσει | θα έχεις σπιθίσει | να έχεις σπιθίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπιθίσει | είχε σπιθίσει | θα έχει σπιθίσει | να έχει σπιθίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπιθίσει | είχαμε σπιθίσει | θα έχουμε σπιθίσει | να έχουμε σπιθίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπιθίσει | είχατε σπιθίσει | θα έχετε σπιθίσει | να έχετε σπιθίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπιθίσει | είχαν σπιθίσει | θα έχουν σπιθίσει | να έχουν σπιθίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σπιθίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας