spark
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενεστώτας | spark |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sparks |
αόριστος | sparked |
παθητική μετοχή | sparked |
ενεργητική μετοχή | sparking |
spark (en)
- (μεταβατικό) προκαλώ να ξεκινήσει ή να αναπτυχθεί κάτι, ειδικά ξαφνικά
- ⮡ This issue sparked heated debates.
- Το θέμα αυτό προκάλεσε σφοδρές συζητήσεις.
- ⮡ This issue sparked heated debates.
- (αμετάβατο) σπιθοβολώ, σπιθίζω, βγάζω/πετώ σπίθες
- ⮡ The fireplace was sparking.
- Το τζάκι σπιθοβολούσε.
- ⮡ Their swords sparked as they crossed.
- Τα σπαθιά τους έβγαζαν σπίθες καθώς διασταυρώνονταν.
- ⮡ The fireplace was sparking.