κασσιτερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κασσιτερωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κασσιτερώνω
Μετοχή
επεξεργασίακασσιτερωμένος, -η, -ο
- που έχει υποστεί κασσιτέρωση, που έχει επιστρωθεί με κασσίτερο για να αποφύγει την οξείδωση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κασσίτερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία κασσιτερωμένος
|