κασσιτερώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακασσιτερώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος κασσιτερώνω
Ρήμα
επεξεργασίακασσιτερώνομαι
- με κασσιτερώνουν.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κασσιτερώνομαι | κασσιτερωνόμουν(α) | θα κασσιτερώνομαι | να κασσιτερώνομαι | ||
β' ενικ. | κασσιτερώνεσαι | κασσιτερωνόσουν(α) | θα κασσιτερώνεσαι | να κασσιτερώνεσαι | (κασσιτερώνου) | |
γ' ενικ. | κασσιτερώνεται | κασσιτερωνόταν(ε) | θα κασσιτερώνεται | να κασσιτερώνεται | ||
α' πληθ. | κασσιτερωνόμαστε | κασσιτερωνόμαστε κασσιτερωνόμασταν |
θα κασσιτερωνόμαστε | να κασσιτερωνόμαστε | ||
β' πληθ. | κασσιτερώνεστε | κασσιτερωνόσαστε κασσιτερωνόσασταν |
θα κασσιτερώνεστε | να κασσιτερώνεστε | (κασσιτερώνεστε) | |
γ' πληθ. | κασσιτερώνονται | κασσιτερώνονταν κασσιτερωνόντουσαν |
θα κασσιτερώνονται | να κασσιτερώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κασσιτερώθηκα | θα κασσιτερωθώ | να κασσιτερωθώ | κασσιτερωθεί | ||
β' ενικ. | κασσιτερώθηκες | θα κασσιτερωθείς | να κασσιτερωθείς | κασσιτερώσου | ||
γ' ενικ. | κασσιτερώθηκε | θα κασσιτερωθεί | να κασσιτερωθεί | |||
α' πληθ. | κασσιτερωθήκαμε | θα κασσιτερωθούμε | να κασσιτερωθούμε | |||
β' πληθ. | κασσιτερωθήκατε | θα κασσιτερωθείτε | να κασσιτερωθείτε | κασσιτερωθείτε | ||
γ' πληθ. | κασσιτερώθηκαν κασσιτερωθήκαν(ε) |
θα κασσιτερωθούν(ε) | να κασσιτερωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κασσιτερωθεί | είχα κασσιτερωθεί | θα έχω κασσιτερωθεί | να έχω κασσιτερωθεί | κασσιτερωμένος | |
β' ενικ. | έχεις κασσιτερωθεί | είχες κασσιτερωθεί | θα έχεις κασσιτερωθεί | να έχεις κασσιτερωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κασσιτερωθεί | είχε κασσιτερωθεί | θα έχει κασσιτερωθεί | να έχει κασσιτερωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κασσιτερωθεί | είχαμε κασσιτερωθεί | θα έχουμε κασσιτερωθεί | να έχουμε κασσιτερωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κασσιτερωθεί | είχατε κασσιτερωθεί | θα έχετε κασσιτερωθεί | να έχετε κασσιτερωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κασσιτερωθεί | είχαν κασσιτερωθεί | θα έχουν κασσιτερωθεί | να έχουν κασσιτερωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κασσιτερώνομαι
|