επικασσιτερώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεπικασσιτερώνομαι< παθητική φωνή του ρήματος επικασσιτερώνω
Ρήμα
επεξεργασίαεπικασσιτερώνομαι
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επικασσιτερώνομαι | επικασσιτερωνόμουν(α) | θα επικασσιτερώνομαι | να επικασσιτερώνομαι | ||
β' ενικ. | επικασσιτερώνεσαι | επικασσιτερωνόσουν(α) | θα επικασσιτερώνεσαι | να επικασσιτερώνεσαι | (επικασσιτερώνου) | |
γ' ενικ. | επικασσιτερώνεται | επικασσιτερωνόταν(ε) | θα επικασσιτερώνεται | να επικασσιτερώνεται | ||
α' πληθ. | επικασσιτερωνόμαστε | επικασσιτερωνόμαστε επικασσιτερωνόμασταν |
θα επικασσιτερωνόμαστε | να επικασσιτερωνόμαστε | ||
β' πληθ. | επικασσιτερώνεστε | επικασσιτερωνόσαστε επικασσιτερωνόσασταν |
θα επικασσιτερώνεστε | να επικασσιτερώνεστε | (επικασσιτερώνεστε) | |
γ' πληθ. | επικασσιτερώνονται | επικασσιτερώνονταν επικασσιτερωνόντουσαν |
θα επικασσιτερώνονται | να επικασσιτερώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επικασσιτερώθηκα | θα επικασσιτερωθώ | να επικασσιτερωθώ | επικασσιτερωθεί | ||
β' ενικ. | επικασσιτερώθηκες | θα επικασσιτερωθείς | να επικασσιτερωθείς | επικασσιτερώσου | ||
γ' ενικ. | επικασσιτερώθηκε | θα επικασσιτερωθεί | να επικασσιτερωθεί | |||
α' πληθ. | επικασσιτερωθήκαμε | θα επικασσιτερωθούμε | να επικασσιτερωθούμε | |||
β' πληθ. | επικασσιτερωθήκατε | θα επικασσιτερωθείτε | να επικασσιτερωθείτε | επικασσιτερωθείτε | ||
γ' πληθ. | επικασσιτερώθηκαν επικασσιτερωθήκαν(ε) |
θα επικασσιτερωθούν(ε) | να επικασσιτερωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επικασσιτερωθεί | είχα επικασσιτερωθεί | θα έχω επικασσιτερωθεί | να έχω επικασσιτερωθεί | επικασσιτερωμένος | |
β' ενικ. | έχεις επικασσιτερωθεί | είχες επικασσιτερωθεί | θα έχεις επικασσιτερωθεί | να έχεις επικασσιτερωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει επικασσιτερωθεί | είχε επικασσιτερωθεί | θα έχει επικασσιτερωθεί | να έχει επικασσιτερωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επικασσιτερωθεί | είχαμε επικασσιτερωθεί | θα έχουμε επικασσιτερωθεί | να έχουμε επικασσιτερωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε επικασσιτερωθεί | είχατε επικασσιτερωθεί | θα έχετε επικασσιτερωθεί | να έχετε επικασσιτερωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επικασσιτερωθεί | είχαν επικασσιτερωθεί | θα έχουν επικασσιτερωθεί | να έχουν επικασσιτερωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία επικασσιτερώνομαι
|