Ετυμολογία

επεξεργασία
κασσίς < (άμεσο δάνειο) λατινική cassis (κράνος) < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κασσίς θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μορφές και κλιτικοί τύποι

από το θέμα κασσιδ-

Παράγωγα

επεξεργασία