ενικός πληθυντικός
cassis cassis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cassis (fr) αρσενικό

  1. είδος μούρων
  2. ρωγμή ή τρύπα στο οδόστρωμα
  3. (οικείο) κεφάλι, μούτρο



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
cassis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kadh- (φυλάσσω, καλύπτω, προστατεύω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cassis, cassidis θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cassis cassidēs
γενική cassidis cassidum
δοτική cassidī cassidibus
αιτιατική cassidem cassidēs
κλητική cassis cassidēs
αφαιρετική casside cassidibus
(γ' κλίση)

Απόγονοι

επεξεργασία

cassis (λατινικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: κασσίς

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
cassis < αβέβαιης ετυμολογίας → δείτε  cassis, Latin, Eymology 2 στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cassis, cassis αρσενικό

  1. δίχτυ που χρησιμοποιείται στο κυνήγι
  2. ιστός

Παράγωγα

επεξεργασία