Δείτε επίσης: Κασίδα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασίδα οι κασίδες
      γενική της κασίδας
    αιτιατική την κασίδα τις κασίδες
     κλητική κασίδα κασίδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κασίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κασίδα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐σί‐δα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κασίδα θηλυκό

  1. (ιατρική) πάθηση του τριχωτού της κεφαλής με κύριο χαρακτηριστικό την τριχόπτωση
  2. (συνεκδοχικά) το κεφάλι που έχει αυτήν την πάθηση

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κασίδα < κασίδιν + , ίσως μεγεθυντικό < ελληνιστική κοινή κασίδιον [1] ή μεσαιωνική ελληνική κασσίδ(ιον) (με απλοποίηση του διπλού συμφώνου) υποκοριστικό του κασσίς / κάσσις [2] < λατινική cassis (στη σημασία κράνος)[3] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kadh- (φυλάσσω, καλύπτω, προστατεύω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κασίδα θηλυκό

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κασίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
  2. κασσίς, -ίδος ελληνιστικό s.v. κασσίδα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. κασίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας