Δείτε επίσης: κασίδα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κασίδα < γενική ενικού του αρσενικού Κασίδας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈsi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐σί‐δα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κασίδα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Κασίδα αρσενικό