τριχόπτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τριχόπτωση | οι | τριχοπτώσεις |
γενική | της | τριχόπτωσης* | των | τριχοπτώσεων |
αιτιατική | την | τριχόπτωση | τις | τριχοπτώσεις |
κλητική | τριχόπτωση | τριχοπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριχοπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τριχόπτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τριχόπτω(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε τρίχ(α) + -ό- + πτώση.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tɾiˈxo.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρι‐χό‐πτω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατριχόπτωση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία τριχόπτωση
|
Πηγές
επεξεργασία- τριχόπτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τριχόπτωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)