↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχόπτωση οι τριχοπτώσεις
      γενική της τριχόπτωσης* των τριχοπτώσεων
    αιτιατική την τριχόπτωση τις τριχοπτώσεις
     κλητική τριχόπτωση τριχοπτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τριχοπτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τριχόπτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα τριχόπτω(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε τρίχ(α) + -ό- + πτώση.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾiˈxo.pto.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐χό‐πτω‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τριχόπτωση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία