κασσίδιον
Ετυμολογία
επεξεργασία- κασσίδιον: υποκοριστικό του κασσίς / κάσσις, ή και ελληνιστική κοινή κασίδιον[1] < λατινική cassis (κράνος)[2] < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακασσίδιον ουδέτερο
Παράγωγα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κασίδα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κασσίς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κασίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ κασσίδιον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κασσίδιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)