Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
κασσιτεροκόλληση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασσιτεροκόλληση οι κασσιτεροκολλήσεις
      γενική της κασσιτεροκόλλησης* των κασσιτεροκολλήσεων
    αιτιατική την κασσιτεροκόλληση τις κασσιτεροκολλήσεις
     κλητική κασσιτεροκόλληση κασσιτεροκολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κασσιτεροκολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κασσιτεροκόλληση < κασσίτερος + -ο- + κόλληση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική (tin) soldering)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κασσιτεροκόλληση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία