κασσιτεροκόλληση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κασσιτεροκόλληση οι κασσιτεροκολλήσεις
      γενική της κασσιτεροκόλλησης* των κασσιτεροκολλήσεων
    αιτιατική την κασσιτεροκόλληση τις κασσιτεροκολλήσεις
     κλητική κασσιτεροκόλληση κασσιτεροκολλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κασσιτεροκολλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κασσιτεροκόλληση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία