Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλκευμα τα χαλκεύματα
      γενική του χαλκεύματος των χαλκευμάτων
    αιτιατική το χάλκευμα τα χαλκεύματα
     κλητική χάλκευμα χαλκεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάλκευμα < αρχαία ελληνική χάλκευμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάλκευμα ουδέτερο

  1. προϊόν από χαλκό, συνήθως μικρό σκεύος
  2. ψευτιά, κατασκευασμένη κατηγορία, μηχανορραφία, σκευωρία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάλκευμα < χαλκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάλκευμα ουδέτερο

  1. οποιοδήποτε αντικείμενο από χαλκό
  2. στον πληθυντικό, τα χαλκεύματα: σιδερένια δεσμά