χαλκο-
(Ανακατεύθυνση από χαλκό-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλκο- < χαλκός
Πρόθημα
επεξεργασία- α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι :
- το β΄ συνθετικό σχετίζεται με χαλκό
- κάτι έχει το χρώμα ή τις αποχρώσεις του χαλκού
Σύνθετα
επεξεργασία- χαλκέντερος
- χαλκογόνα
- χαλκογράφημα
- χαλκογραφία
- χαλκογραφικός
- χαλκογράφος
- χαλκογραφώ
- χαλκόδετος
- χαλκοειδής
- χαλκόηχος
- χαλκομανία
- χαλκόξανθος
- χαλκοπλάστης
- χαλκοπλαστική
- χαλκοπλαστικός
- χαλκοπράσινος
- χαλκοτύμπανο
- χαλκοτυπία
- χαλκοτυπικός
- χαλκότυπος
- χαλκουργείο
- χαλκουργία
- χαλκουργικός
- χαλκουργός
- χαλκούχος
- χαλκοφόρος
- χαλκόχρωμος
- χαλκοχυτική
- χαλκωματάδικο
- χαλκωματάς
- χαλκωματένιος
- χαλκωρυχείο
- χαλκωρύχος