Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκοφόρος η χαλκοφόρα το χαλκοφόρο
      γενική του χαλκοφόρου της χαλκοφόρας του χαλκοφόρου
    αιτιατική τον χαλκοφόρο τη χαλκοφόρα το χαλκοφόρο
     κλητική χαλκοφόρε χαλκοφόρα χαλκοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκοφόροι οι χαλκοφόρες τα χαλκοφόρα
      γενική των χαλκοφόρων των χαλκοφόρων των χαλκοφόρων
    αιτιατική τους χαλκοφόρους τις χαλκοφόρες τα χαλκοφόρα
     κλητική χαλκοφόροι χαλκοφόρες χαλκοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκοφόρος < χαλκ(ός) + -ο- + -φόρος (<φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

χαλκοφόρος

  1. συνήθως για εδάφη που έχουν κοιτάσματα χαλκού
  2. που φέρει χαλκό, κουβαλάει χαλκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία