Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλκουργία οι χαλκουργίες
      γενική της χαλκουργίας των χαλκουργιών
    αιτιατική τη χαλκουργία τις χαλκουργίες
     κλητική χαλκουργία χαλκουργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκουργία < χαλκός + -ουργία (με συναίρεση από το ἔργον)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκουργία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία