Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκογραφώ < χαλκογραφία + (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ρήμα επεξεργασία

χαλκογραφώ (παθητική φωνή: χαλκογραφούμαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία