χαλκογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χαλκογραφώ < χαλκογραφία + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)
Ρήμα
επεξεργασίαχαλκογραφώ (παθητική φωνή: χαλκογραφούμαι)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χαλκογραφώ | χαλκογραφούσα | θα χαλκογραφώ | να χαλκογραφώ | χαλκογραφώντας | |
β' ενικ. | χαλκογραφείς | χαλκογραφούσες | θα χαλκογραφείς | να χαλκογραφείς | (χαλκογράφει) | |
γ' ενικ. | χαλκογραφεί | χαλκογραφούσε | θα χαλκογραφεί | να χαλκογραφεί | ||
α' πληθ. | χαλκογραφούμε | χαλκογραφούσαμε | θα χαλκογραφούμε | να χαλκογραφούμε | ||
β' πληθ. | χαλκογραφείτε | χαλκογραφούσατε | θα χαλκογραφείτε | να χαλκογραφείτε | χαλκογραφείτε | |
γ' πληθ. | χαλκογραφούν(ε) | χαλκογραφούσαν(ε) | θα χαλκογραφούν(ε) | να χαλκογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χαλκογράφησα | θα χαλκογραφήσω | να χαλκογραφήσω | χαλκογραφήσει | ||
β' ενικ. | χαλκογράφησες | θα χαλκογραφήσεις | να χαλκογραφήσεις | χαλκογράφησε | ||
γ' ενικ. | χαλκογράφησε | θα χαλκογραφήσει | να χαλκογραφήσει | |||
α' πληθ. | χαλκογραφήσαμε | θα χαλκογραφήσουμε | να χαλκογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | χαλκογραφήσατε | θα χαλκογραφήσετε | να χαλκογραφήσετε | χαλκογραφήστε | ||
γ' πληθ. | χαλκογράφησαν χαλκογραφήσαν(ε) |
θα χαλκογραφήσουν(ε) | να χαλκογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χαλκογραφήσει | είχα χαλκογραφήσει | θα έχω χαλκογραφήσει | να έχω χαλκογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χαλκογραφήσει | είχες χαλκογραφήσει | θα έχεις χαλκογραφήσει | να έχεις χαλκογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χαλκογραφήσει | είχε χαλκογραφήσει | θα έχει χαλκογραφήσει | να έχει χαλκογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χαλκογραφήσει | είχαμε χαλκογραφήσει | θα έχουμε χαλκογραφήσει | να έχουμε χαλκογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χαλκογραφήσει | είχατε χαλκογραφήσει | θα έχετε χαλκογραφήσει | να έχετε χαλκογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χαλκογραφήσει | είχαν χαλκογραφήσει | θα έχουν χαλκογραφήσει | να έχουν χαλκογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλκογραφώ
|