Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκογραφώ < χαλκογραφία + (αναδρομικός σχηματισμός)

χαλκογραφώ (παθητική φωνή: χαλκογραφούμαι)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία