πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαλκογραφία οι χαλκογραφίες
      γενική της χαλκογραφίας των χαλκογραφιών
    αιτιατική τη χαλκογραφία τις χαλκογραφίες
     κλητική χαλκογραφία χαλκογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλκογραφία θηλυκό

  1. (τέχνη) μέθοδος με την οποία χαράσσεται μια αναπαράσταση ή ζωγραφιά σε λεπτή λεία πλάκα χαλκού, και στη συνέχεια εκτυπώνονται ή αναπαράγονται εικόνες
  2. (συνεκδοχικά, τέχνη) η εικόνα ή ζωγραφιά που δημιουργήθηκε με την παραπάνω μέθοδο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 χαλκογραφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. χαλκογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας