↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αχαλκογράφητος η αχαλκογράφητη το αχαλκογράφητο
      γενική του αχαλκογράφητου της αχαλκογράφητης του αχαλκογράφητου
    αιτιατική τον αχαλκογράφητο την αχαλκογράφητη το αχαλκογράφητο
     κλητική αχαλκογράφητε αχαλκογράφητη αχαλκογράφητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αχαλκογράφητοι οι αχαλκογράφητες τα αχαλκογράφητα
      γενική των αχαλκογράφητων των αχαλκογράφητων των αχαλκογράφητων
    αιτιατική τους αχαλκογράφητους τις αχαλκογράφητες τα αχαλκογράφητα
     κλητική αχαλκογράφητοι αχαλκογράφητες αχαλκογράφητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αχαλκογράφητος < α- + χαλκογραφώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αχαλκογράφητος

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • αχαλκογράφητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία