ενικός         πληθυντικός  
engraving engravings

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

engraving (en)

  1. το χαρακτικό, η γκραβούρα, το έργο χαρακτικής
    ⮡  an exhibition of engravings from known artists - έκθεση χαρακτικών γνωστών καλλιτεχνών
  2. (μη μετρήσιμο) η χαρακτική, χαρακτικός, η τέχνη της χάραξης σχεδίων ή συμβόλων επάνω σε λεία επιφάνεια
    ⮡  an exhibition for engraving works - έκθεση έργων χαρακτικής
    ⮡  engraving tools - χαρακτικά εργαλεία
    ⮡  wood engraving - ξυλογραφία
    ⮡  copper engraving - χαλκογραφία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

engraving (en)