engraving
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
engraving | engravings |
Ουσιαστικό επεξεργασία
engraving (en)
- το χαρακτικό, η γκραβούρα, το έργο χαρακτικής
- ↪ an exhibition of engravings from known artists - έκθεση χαρακτικών γνωστών καλλιτεχνών
- (μη μετρήσιμο) η χαρακτική, χαρακτικός, η τέχνη της χάραξης σχεδίων ή συμβόλων επάνω σε λεία επιφάνεια
- ↪ an exhibition for engraving works - έκθεση έργων χαρακτικής
- ↪ engraving tools - χαρακτικά εργαλεία
- ↪ wood engraving - ξυλογραφία
- ↪ copper engraving - χαλκογραφία