ξυλογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξυλογραφία < (λόγιο δάνειο) γαλλική xylographie[1] < xylo- (< ξυλο- < ξύλον) + -graphie (< -γραφία < γράφω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξυλογραφία θηλυκό
- τεχνική κατά την οποία χαράζεται κάποιο σχέδιο σε ξύλο και κατόπιν αναπαράγεται ή εκτυπώνεται πολλές φορές αντιγραμμένη σε χαρτί ή άλλο υλικό
- το αποτέλεσμα της τεχνικής (1)
Συγγενικά επεξεργασία
Ταυτόσημο επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξυλογραφία
- ↑ ξυλογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας