χαρακτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαρακτική < (μαρτυρείται από το 1888) ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χαρακτικός < χαράσσω
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαρακτική θηλυκό
- η τέχνη της εγχάραξης μιας σκληρής επίπεδης, κυλινδρικής ή άλλου είδους επιφάνειας, με σκοπό τη δημιουργία διακοσμητικών σχεδίων σε αυτή την επιφάνεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χαρακτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του χαρακτικός