gravure
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
gravure | gravures |
Ετυμολογία
επεξεργασία- gravure < grav(er) + -ure
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: 👁 νέα ελληνικά: γκραβούρα
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαgravure (fr) θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- gravure - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- gravure - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé