Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gravure gravures

gravure (fr) θηλυκό

  1. η χαρακτική
  2. η γκραβούρα
  3. το χαρακτικό
  4. η ηχογράφηση (δίσκου)