ενικός         πληθυντικός  
gravure gravures

  Ετυμολογία

επεξεργασία
gravure < grav(er) + -ure
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: 👁 νέα ελληνικά: γκραβούρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡʁa.vyʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gravure (fr) θηλυκό

  1. η χαρακτική
  2. η εγχάραξη
  3. (ζωγραφική) η γκραβούρα
  4. (χαρακτική) το χαρακτικό
  5. η ηχογράφηση (δίσκου)