Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gravure gravures

gravure (fr) θηλυκό

  1. η χαρακτική
  2. η εγχάραξη
  3. η γκραβούρα
  4. το χαρακτικό
  5. η ηχογράφηση (δίσκου)