χαρακτικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαρακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του χαρακτικός < χαράσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρακτικό ουδέτερο
- έργο της χαρακτικής τέχνης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχαρακτικό
- αιτιατική ενικού του χαρακτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του χαρακτικός