ηχογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ηχογράφηση | οι | ηχογραφήσεις |
γενική | της | ηχογράφησης | των | ηχογραφήσεων |
αιτιατική | την | ηχογράφηση | τις | ηχογραφήσεις |
κλητική | ηχογράφηση | ηχογραφήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαηχογράφηση θηλυκό
- η καταγραφή ήχων σε κάποιο μέσο, συνήθως μαγνητικό, ώστε να είναι δυνατόν αυτοί αργότερα να αναπαραχθούν από κατάλληλη συσκευή
- ο ίδιος ο ήχος που ηχογραφήθηκε
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ηχογράφηση
|