Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ηχογράφηση οι ηχογραφήσεις
      γενική της ηχογράφησης των ηχογραφήσεων
    αιτιατική την ηχογράφηση τις ηχογραφήσεις
     κλητική ηχογράφηση ηχογραφήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηχογράφηση < (ηχογραφώ) ηχογραφη- + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε ηχο- + -γράφηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηχογράφηση θηλυκό

  1. η καταγραφή ήχων σε κάποιο μέσο, συνήθως μαγνητικό, ώστε να είναι δυνατόν αυτοί αργότερα να αναπαραχθούν από κατάλληλη συσκευή
  2. ο ίδιος ο ήχος που ηχογραφήθηκε

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία