φωνογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωνογράφηση | οι | φωνογραφήσεις |
γενική | της | φωνογράφησης* | των | φωνογραφήσεων |
αιτιατική | τη | φωνογράφηση | τις | φωνογραφήσεις |
κλητική | φωνογράφηση | φωνογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωνογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωνογράφηση < φωνογραφώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωνογράφηση θηλυκό
- η αποτύπωση φωνής, ή ήχου (γενικότερα), σε οποιοδήποτε μέσο από το οποίο μπορεί ν΄ αναπαραχθεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωνογράφηση
|